- κορνο(σ)κόπιον
- κορνο(σ)κόπιον τὸ (Α)(στο Βυζάντιο) είδος γυναικείου κοσμήματος, πόρπης που έμοιαζε με το κέρας τής Αμαλθειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornu copiae «κέρας τής Αμαλθείας (αφθονίας)». Το -σ- πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση με τα ουσ. σε -σκόπιον].
Dictionary of Greek. 2013.